- χλωροφόρμιο
- Οργανική αλογονούχα ένωση με τύπο CHCl3 ένα τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου. Στη βιομηχανία, το χ. παρασκευάζεται με αντίδραση της ακετόνης ή της αιθυλαλκοόλης με υποχλωριώδη ιόντα ή με αναγωγή τετραχλωράνθρακα με σίδηρο. Το ακατέργαστο προϊόν που παραλαμβάνεται καθαρίζεται με κατάψυξη ή με άλλες μεθόδους.
Το χ. είναι άχρωμο υγρό, βράζει στους 62°C, έχει ιδιάζουσα οσμή και δεν αναφλέγεται· παραμένει αδιάλυτο στο νερό, διαλύεται όμως εύκολα στους οργανικούς διαλύτες. Με την παρουσία του αέρα και του φωτός παθαίνει βραδεία οξείδωση και μετατρέπεται σε φωσγένιο, ουσία πολύ τοξική· για τον λόγο αυτό το χ. φυλάσσεται σε βαθύχρωμες φιάλες, όπου προστίθεται μικρή ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης, η οποία καταστρέφει το φωσγένιο που σχηματίζεται. Το χ. είναι ένας εξαίρετος διαλύτης και χρησιμοποιείται πολύ στην παραλαβή των λιπών, κηρών κλπ. Η ισχυρή τοξικότητά του, για το πρωτόπλασμα των κυττάρων, προκαλεί εξασθένιση και παράλυση των μυϊκών λειτουργιών. Παλαιότερα εφαρμοζόταν ευρύτατα ως γενικό αναισθητικό, αντισηπτικό και αντιπαρασιτικό, αλλά σήμερα εγκαταλείφθηκε, επειδή παρατηρήθηκαν επικίνδυνες επιπτώσεις στην κυκλοφορία του αίματος, στη λειτουργία της καρδιάς, εκτός από την τοξική επίδρασή του στο συκώτι. Η χρήση του περιορίζεται στην παρασκευή σιροπιών και αλοιφών με καταπραϋντικές και αντισπαστικές ιδιότητες.
* * *και παλ. τ. χλωριοφόρμιο, το, Νχημ. άκυκλη οργανική ένωση, τριχλωριωμένο παράγωγο τού μεθανίου, γνωστό και με την ονομασία τριχλωρομεθάνιο, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα ως γενικό αναισθητικό και ως διαλύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroforme < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + (acide) form[ique] (< λατ. formica «μυρμήγκι»). Η λ., στον λόγιο τ. χλωροφόρμιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη, ενώ, στον τ. χλωριοφόρμιον, από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.